Οι ελληνικές υπερτροφές

Προϊόντα που χαρίζουν ευεξία, θωρακίζουν την υγεία, δίνουν γεύση στο τραπέζι, έχουν μεγάλη διατροφική αξία, “θησαυροί” της ελληνικής παραγωγής, γνωστοί από την αρχαιότητα που βρίσκονται γύρω μας.
Η ρίγανη δίνει το άρωμά της στη χωριάτικη σαλάτα, αλλά ανακουφίζει και από τον πονόλαιμο. Το μέλι μας γλυκαίνει αλλά μας χαρίζει παράλληλα και περισσότερες από 180 θρεπτικές ουσίες. Η μαστίχα Χίου αρωματίζει φαγητά και γλυκά, αλλά έχει και ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση. Το κρητικό σταμναγκάθι είναι εξαιρετικά τονωτικό κι έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες. Το αυγοτάραχο Μεσολογγίου, εκλεκτό ελληνικό ντελικατέσσεν, είναι εξαιρετική λιχουδιά ενώ αποτελεί πηγή πρωτεϊνών, βιταμινών, σιδήρου, ασβεστίου, σεληνίου και ψευδαργύρου. Ο κρόκος Κοζάνης, εκτός από τη νοστιμιά και το χρυσό χρώμα που χαρίζει στο φαγητό, περιέχει βιταμίνη Β12, λυκοπένιο, ζεαξανθίνη, α-β καροτένιο καθώς και βιταμίνη C, σίδηρο, κάλιο και μαγνήσιο και είναι γνωστό για την αντιγηραντική, αντιοξειδωτική και αντικαρκινική του δράση. Το δίκταμο θεωρείται ελιξήριο της νεότητας, το ρόδι φρούτο της ζωής αλλά και… καλή τύχη. Το αμύγδαλο δεν συμβολίζει μόνο τον ερχομό της άνοιξης αλλά η συχνή κατανάλωσή του θωρακίζει και τον εγκέφαλο. Η λίστα με τις άριστες τροφές είναι ανεξάντλητη και η αξία τους ανεκτίμητη για την υγεία του ανθρώπινου οργανισμού.
Η αρχαία ελληνική διατροφή και γαστρονομία αποτελεί πηγή από την οποία έχουν προκύψει πολλά στοιχεία της ευρωπαϊκής διατροφής και κουζίνας. Από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας οι Έλληνες δεν αναζητούσαν μόνο την ικανοποίηση του αισθήματος της πείνας ή την απόλαυση στις τροφές. Κάποιες είχαν και βαρύ συμβολικό φορτίο και χρήση στην πρόληψη ή στην αντιμετώπιση διάφορων προβλημάτων υγείας.

Η ιστορία του φραπέ

Γλυκός, σκέτος, μέτριος, με γάλα ή χωρίς, με πάγο ή παγωτό ή χωρίς, χτυπημένος ή αχτύπητος, δυνατός ή και ντεκαφεϊνέ, ο φραπέ είναι σε κάθε περίπτωση δροσιστικός και διεγερτικός. Τα συστατικά του απλά: στιγμιαίος καφές και νερό προαιρετικά με ζάχαρη, γάλα και πάγο, ανακατεύουμε και απολαμβάνουμε με σπαστό, κατά προτίμηση, καλαμάκι.
Ο εθνικός μας καφές, όπως συχνά χαρακτηρίζεται, λέγεται πως επινοήθηκε τυχαία το 1957 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης από τον Δημήτρη Βακόνδιο, υπάλληλο στο περίπτερο της ελβετικής εταιρείας Nestlé που παρασκευάζει τον στιγμιαίο καφέ Nescafé, ο οποίος έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί με τον φραπέ. Επειδή, λοιπόν, ο Βακόνδιος δεν έβρισκε ζεστό νερό για να φτιάξει τον καφέ του, χρησιμοποίησε κρύο νερό και σέικερ για να ανακατέψει το μείγμα. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε τυχαία το πιο διαδεδομένο ρόφημα καφέ που θα έμπαινε στη συνέχεια στην καθημερινότητα των Ελλήνων. Η ιστορία αυτή, παρόλο που υιοθετείται και από την ίδια την εταιρεία, από πολλούς αμφισβητείται μιας και υπάρχουν αναφορές και διαφημίσεις του φραπέ που τοποθετούνται προγενέστερα του συμβάντος στη ΔΕΘ. Φαίνεται πως η εταιρεία είχε λανσάρει τον παγωμένο στιγμιαίο καφέ κάποια χρόνια νωρίτερα και αυτό που στην πραγματικότητα επινόησε ο Βακόνδιος είναι ο πλούσιος αφρός του φραπέ όπως τον ξέρουμε. Η κατανάλωση του φραπέ εκτοξεύθηκε και φαίνεται πως η εταιρεία υιοθέτησε αυτή την εκδοχή της ιστορίας ως τη στιγμή της γέννησης του φραπέ.
Όποια και να είναι, ωστόσο, η πραγματική ιστορία του φραπέ, το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτός είναι ο καφές που έχει συνοδεύσει πολλές γενιές Ελλήνων στις πιο απολαυστικές τους στιγμές. Έχει κατά κύριο λόγο ταυτιστεί με τους καλοκαιρινούς μήνες της χαλάρωσης και της ανεμελιάς, ενώ η γενέτειρά του, η Θεσσαλονίκη έχει συνδεθεί με την (κακή) φήμη ότι ακολουθεί χαλαρούς ρυθμούς που συνοδεύονται συνήθως με την απόλαυση μιας «φραπεδιάς».

Οι πίτες

Μια φρεσκοψημένη πίτα μπορεί να κάνει όλο το σπίτι να ευωδιάζει. Μπορεί να γίνει το κέρασμα που θα καλωσορίσει, το πρωινό που θα χορτάσει, το φαγητό που θα συγκεντρώσει αγαπημένα πρόσωπα γύρω από ένα τραπέζι, με ή χωρίς αφορμή.

Φτιαγμένη με απλά υλικά, άλλοτε αλμυρή κι άλλοτε γλυκιά και σε διάφορες παραλλαγές, η πίτα κατέχει ξεχωριστή θέση στο ελληνικό τραπέζι. Δύο -ή και περισσότερα- φύλλα ζύμης, τυλίγουν μια νόστιμη γέμιση από φρέσκα υλικά εποχής, συνήθως λαχανικά ή χόρτα, στα οποία προστίθενται αυγά και τυρί. Το ελαιόλαδο δίνει νοστιμιά και δένει τα υλικά και το ψήσιμο γίνεται στον φούρνο ή σπανιότερα στο τηγάνι, δημιουργώντας ένα έδεσμα χαρακτηριστικό της ελληνικής διατροφής.

Το φύλλο της πίτας αποτελεί από μόνο του ένα κεφάλαιο στα βιβλία μαγειρικής. Φτιάχνεται με λιτά υλικά όπως αλεύρι, λάδι, αλάτι και νερό, αλλά δεν είναι σπάνιες και πιο πολύπλοκες τοπικές εκδοχές με γιαούρτι, αυγά, γάλα ή προζύμι. Η δημιουργία του είναι συνδυασμός εμπειρίας και παράδοσης και συχνά διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.

Διαφορές υπάρχουν όμως και στη γέμιση. Συνήθως αξιοποιούνται τα εποχιακά προϊόντα που διαθέτει ο κάθε τόπος. Έτσι, εκτός από την κλασική τυρόπιτα ή σπανακόπιτα, έχουμε τη μανιταρόπιτα, την τσουκνιδόπιτα, την κρεατόπιτα, την κρεμμυδόπιτα, αλλά και γλυκιές πίτες, όπως είναι η κερασόπιτα, η κολοκυθόπιτα ή η καρυδόπιτα. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Σκόπελο και την Κοζάνη, οι πίτες είναι στριφτές, τυλίγονται δηλαδή σε μακρόστενα «μπαστούνια» και στη συνέχεια τοποθετούνται στο ταψί κυκλικά, σαν σαλιγκάρια.

Οι πίτες εκφράζουν τη γαστρονομική παράδοση αιώνων, αλλά και αποτελούν κομμάτι της ελληνικής καθημερινότητας, μια και τις βρίσκεις σχεδόν παντού. Μια τυρόπιτα στο χέρι αποτελεί ένα συνηθισμένο χορταστικό πρωινό για μικρούς και μεγάλους. Αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία και καφέ προσφέρουν μεγάλη ποικιλία από πίτες, σε γεύσεις που καλύπτουν όλα τα γούστα, ενώ σεφ περισσότερο ή λιγότερο παραδοσιακοί τις εντάσσουν στο μαγειρικό τους λεξιλόγιο, δημιουργώντας νέες απολαυστικές παραλλαγές.

Μέλι

Διαυγής χρυσός. Πλούσια γλυκιά γεύση που η ανάμνησή της μένει αξέχαστη στο στόμα. Αυτό είναι το ελληνικό μέλι. Μια πολύτιμη υπερτροφή γνωστή σε κάθε ελληνικό σπίτι. Μια φέτα φρεσκοψημένο ψωμί, ένα καλό γιαούρτι, απογειώνονται με μια κουταλιά από το «νέκταρ των θεών», που ξεχωρίζει τόσο για τη γεύση του όσο και για τη μεγάλη θρεπτική του αξία, γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Το «μελίκρατον», ένα μείγμα από γάλα και μέλι, αποτελούσε στην αρχαία Ελλάδα συνηθισμένο ρόφημα για τα παιδιά στην ανάπτυξη, ενώ λέγεται πως μια διατροφή με «οινόμελο» (μέλι με κρασί) και ψωμί, ήταν το μυστικό της μακροζωίας του φιλόσοφου Δημόκριτου, που έζησε μέχρι τα 100.

Το μέλι παράγεται από το νέκταρ που συλλέγουν οι μέλισσες από τα άνθη και από τις μελιτώδεις εκκρίσεις δασικών φυτών. Ένα μέλι υψηλής ποιότητας περιέχει περισσότερες από 181 θρεπτικές ουσίες, αποτελεί φυσική γλυκαντική ουσία με λιγότερες θερμίδες από τη ζάχαρη και είναι πλούσιο σε αντιοξιδωτικά. Αυτό όμως που κάνει το ελληνικό μέλι πραγματικά ξεχωριστό είναι η πλούσια ελληνική χλωρίδα με αναρίθμητα διαφορετικά φυτά και βότανα που επηρεάζουν τη γεύση και το χρώμα του και δημιουργούν διαφορετικές, αλλά και εξαιρετικά καλές ποικιλίες. Το ελληνικό μέλι χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες, το -πιο ανοικτόχρωμο- ανθόμελο και το σκουρότερο μέλι των δασών, κυρίως πευκόμελο, μέλι ελάτης και μέλι βελανιδιάς. Ανάμεσα στις πιο γνωστές ποικιλίες ελληνικού μελιού συγκαταλέγονται επίσης το θυμαρίσιο μέλι, το μέλι από άνθη πορτοκαλιάς και το μέλι καστανιάς.

Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα 1.200.000 μελίσσια με 15.000 έμπειρους επαγγελματίες μελισσοκόμους, που διασφαλίζουν την εξαιρετική ποιότητα του ελληνικού μελιού. Η κατανάλωση μελιού στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, ενώ αποτελεί αγαπημένη γεύση στο πρωινό, προσφέροντας με τον πιο απλό τρόπο κάτι πραγματικά ξεχωριστό.

 

 

Το ελληνικό πρωινό

Γνήσιο θρεπτικό γιαούρτι, παξιμάδια και φρεσκοψημένο ψωμί, μέλι εξαιρετικής ποιότητας, ελιές, φρέσκα φρούτα και βιολογικά αυγά γίνονται η βάση πάνω στην οποία η κάθε περιοχή της Ελλάδας χτίζει τη δική της προϊοντική ταυτότητα προσκαλώντας μας σε μια πραγματική γευστική γιορτή. Με το ξύπνημα της μέρας το τραπέζι στρώνεται με γεύσεις και αρώματα που τέρπουν τις αισθήσεις, προσφέρουν ενέργεια και αποθεώνουν την πλούσια ελληνική γαστρονομική παράδοση. Η Μεσογειακή Διατροφή, που όχι μόνο είναι μια αναγνωρισμένα ωφέλιμη για την υγεία διατροφική τάση αλλά και αποτελεί σύμφωνα με την UNESCO άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας, ξεδιπλώνεται έτσι στο πρώτο γεύμα της ημέρας και το Ελληνικό Πρωινό λειτουργεί, συμβολικά και πρακτικά, ως εισαγωγή στη εξοικείωση με τον πλούτο της ελληνικής γης.

Γραβιέρα από τη Νάξο και ξυνοτύρι από τη Μύκονο, ντοματάκια Σαντορίνης, μακεδονίτικες πίτες, λάδι από τις εύφορες πεδιάδες της Μεσσηνίας, μαστίχα από τη Χίο, τραχανάς από τον θεσσαλικό κάμπο, είναι μερικά μόνο από τα προϊόντα που έρχονται στο τραπέζι δίνοντας στο Ελληνικό Πρωινό τον χαρακτήρα ενός πραγματικού σημαντικού γεύματος. Μέσα από αυτό έχει κανείς την ευκαιρία να γνωρίσει την ιστορία και τον πολιτισμό των διάφορων περιοχών της χώρας, να έρθει κοντά στο φυσικό τους περιβάλλον και να συνδυάσει τις γαστρονομικές του εμπειρίες με εμπειρίες ανίχνευσης τοπίων, τεχνικών και καθημερινής ζωής.

Το Ελληνικό Πρωινό προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία από πιστοποιημένα προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας, γνωστά σε όλο τον κόσμο για τις ευεργετικές τους ιδιότητες και τη θρεπτική τους αξία. Ανακαλύψτε τοπικές σπεσιαλιτέ, δοκιμάστε σπιτικές συνταγές και επιλέξτε τις ελληνικές υπερτροφές που αποτελούν καθημερινότητα για τους ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου. Αφήστε τη γεύση να σας οδηγήσει σ’ ένα ταξίδι στην ελληνική επικράτεια, δοκιμάζοντας ελεύθερα από ένα απλό κουλούρι Θεσσαλονίκης μέχρι αυγοτάραχο από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Η Ελλάδα γοητεύει σε κάθε γωνιά της και το Ελληνικό Πρωινό είναι έτοιμο να σας καλωσορίσει στην εξερεύνησή της.

 

 

Το γιαούρτι

Λευκή, χαρακτηριστικά υπόξινη γεύση που παντρεύεται μοναδικά με χίλια δυο διαφορετικά υλικά. Με φρούτα για πρωινό. Με μέλι και καρύδια για επιδόρπιο. Με σκόρδο και αγγούρι για το περίφημο ελληνικό τζατζίκι. Με τυρί, αυγά ή λαχανικά, για παραδοσιακές πίτες και τοπικά γλυκίσματα. Αυτό είναι το ελληνικό γιαούρτι. Κουταλιές γνήσιας ελληνικής παράδοσης, πολυταξιδεμένες και αναγνωρισμένες για τη μοναδική τους νοστιμιά και την υψηλή διατροφική τους αξία.

Το γιαούρτι αποτελεί μια απολαυστική αλλά και υγιεινή επιλογή για πρωινό ή ένα ελαφρύ γεύμα. Εύπεπτο, ελαφρύ και ιδιαίτερα θρεπτικό, δημιουργείται από φρέσκο γάλα, αγελαδινό, πρόβειο ή ακόμη και βουβαλίσιο, το οποίο έχει υποστεί ζύμωση μετατρέποντας τη λακτόζη σε γαλακτικό οξύ. Πλούσιο σε πρωτεΐνες και εξαιρετική πηγή ασβεστίου, είναι ένα φυσικό γαλακτοκομικό προϊόν, ιδανικό ακόμη και για άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη, προσφέροντας πολλά οφέλη για την υγεία.

Η ιστορία του είναι εξίσου πλούσια. Πιθανότατα ανακαλύφθηκε τυχαία σε κάποια περιοχή της Μέσης Ανατολής, ίσως την Τουρκία ή την Περσία. Υπάρχουν επίσης αναφορές στον ινδοϊρανικό πολιτισμό, όπου το γιαούρτι περιγράφεται ως «τροφή των θεών». Η κουζίνα της αρχαίας Ελλάδας περιλάμβανε οξυγάλα, ένα γαλακτοκομικό προϊόν που μοιάζει με το γιαούρτι, ενώ από τον 5ο αιώνα αναφέρεται κατανάλωση στην Ελλάδα γιαουρτιού με μέλι.

Παραδοσιακά, το γιαούρτι αποτελούσε τρόπο διατήρησης του γάλακτος, το οποίο υπήρχε άφθονο στα σπίτια που είχαν οικόσιτα ζώα και ήταν βασικό στοιχείο της καθημερινής διατροφής. Στη σύγχρονη Ελλάδα το γιαούρτι παραμένει αγαπημένη τροφή μικρών και μεγάλων με μεγάλη κατανάλωση και πολλές διαφορετικές επιλογές: πλήρες ή με αποβουτυρωμένο γάλα, στραγγιστό, με ανθόγαλα, ενώ πάμπολλα είναι και τα επιδόρπια γιαουρτιού με φρούτα, γλυκαντικές ύλες ή αρωματικές ουσίες. Όπως κι αν προτιμά κανείς να το απολαμβάνει, η πλούσια δροσιστική του γεύση δεν αποτελεί μόνο μια νότα ελληνικότητας, αλλά και μια κίνηση ευζωίας, κάτι πραγματικά ξεχωριστό.

Φανουρόπιτα

Η πίτα του Αγίου Φανουρίου είναι μια νηστίσιμη πίτα που φτιάχνεται στην μνήμη του Αγίου στις 27 Αυγούστου.
Σύμφωνα με την παράδοση η φανουρόπιτα παρασκευάζεται με επτά ή εννιά συστατικά. Οι αριθμοί επτά και εννιά συμβολίζουν τα μυστήρια της εκκλησίας, τις μέρες δημιουργίας, αλλά και τα τάγματα τον αγγέλων. Επτά ή εννιά υλικά φαίνεται να ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη δύναμη της πίτας. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ο Άγιος Φανούριος είναι μέγας ευρετής απολεσθέντων αντικειμένων. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα του δημιούργησε το ιδιότυπο λατρευτικό υπόβαθρο της προσφοράς άρτων και γλυκισμάτων την ημέρα της εορτής, τα οποία, αφού ευλογηθούν από τον ιερέα, μοιράζονται στους παρευρισκόμενους.
Η σύνδεση του Αγίου με τα χαμένα αντικείμενα είναι αρκετά δημοφιλής και προέρχεται από την παρετυμολογική παρήχηση του ονόματός του με το ρήμα φανερώνω. Είναι ο Άγιος που φανερώνει τα χαμένα ζώα ή πράγματα και την τύχη. Γι’ αυτό στις εικόνες απεικονίζεται να κρατά στο χέρι αναμμένο κερί, ενώ στην πίστη του λαού έχει θέση μάντη. Η λατρεία του Αγίου Φανουρίου φαίνεται ότι ξεκινά από τη Ρόδο, όπου κατά την παράδοση βρέθηκε η εικόνα του, όταν έσκαβαν σε ερείπια παλαιού ναού έξω από τα τείχη της πόλης. Η αμφίεση του παρέπεμπε σε στρατιωτικό Άγιο. Από τη Ρόδο η λατρεία του εξαπλώθηκε στα κοντινά νησιά και κυρίως στην Κρήτη, όπου υπάρχουν σήμερα τρία σπουδαία μοναστήρια στα οποία τιμάται και δεκάδες ναοί.
Στην προσφορά άρτων και γλυκισμάτων προς τον Άγιο Φανούριο ανιχνεύονται απηχήσεις των νεοελληνικών νεκρικών εθίμων, αφού το τάμα προς τον Άγιο σχετίζεται με τη μεταθανάτια τύχη των συγγενικών του προσώπων.
Η πίτα συνήθως είναι μικρή και στρογγυλή και γίνεται από καθαρό αλεύρι, ζάχαρη, κανέλα, λάδι κι αφού όλα αυτά τα υλικά ανακατευθούν, ζυμώνονται, μπαίνουν σε στρογγυλή φόρμα και η πίττα ψήνεται σε μέτρια θερμοκρασία στο φούρνο. Πρόκειται για ένα ελαφρύ γλύκισμα που μπορεί να αποτελέσει και μέρος ενός υγιεινού και θρεπτικού πρωινού.

Τα παραδοσιακά παξιμάδια, κληρονομιά απ’ τους Μινωίτες

Ιδανικά για το πρωινό, με τυρί, με βούτυρο και μέλι, με αλλαντικά ή με τομάτα και φέτα, τα παραδοσιακά παξιμάδια γίνονται από αλεύρι διαφόρων δημητριακών: καλαμποκιού, κριθαριού, σίτου, σίκαλης  ή και χαρουπάλευρο. Πρόκειται για ψωμί ψημένο δύο φορές, ώστε να αποβάλλει όλα τα υγρά του και να διατηρείται  για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κι αυτό, γιατί σε άλλες εποχές, οι οικογένειες δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να έχουν φρέσκο ψωμί καθημερινά. Το παξιμάδι ήταν  μ΄ άλλα λόγια το ψωμί των φτωχών, αυτών που περνούσαν την ημέρα τους στο χωράφι ή στα ζώα.

Τα παξιμάδια τα  συναντάμε από τους αρχαίους χρόνους. Η  ονομασία τους ήταν «Διπυρίτης Άρτος», γιατί έμπαιναν δυο φορές στην πυρά (φούρνο). Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν ταυτιστεί με την κρητική διατροφή, αφού συνόδευαν τους Μινωίτες στα θαλασσινά τους ταξίδια. Απ’ την Κρήτη φαίνεται ότι ξεκινούν και οι διάφορες ποικιλίες παξιμαδιών, που σιγά σιγά εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα και προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της αγροτικής  παραγωγής και τις προτιμήσεις των κατοίκων των περιοχών αυτών. ΄Έχουμε έτσι πλέον το  χωριάτικο, το κριθαρένιο ή  κριθαροκουλούρα, το επτάζυμο, το σταρένιο, τα γλυκά παξιμάδια και τις μπουκιές. Κι ακόμη παξιμάδια αλμυρά ή γλυκά, αρωματισμένα με γλυκάνισο, μαστίχα, χυμό και ξύσμα εσπεριδοειδών ή αλκοόλ, συνήθως κρασί.

Ιδιαίτερα γνωστός είναι ο ντάκος (ή κουκουβάγια) παραδοσιακό κρητικό πιάτο, με βάση το κρητικό παξιμάδι Π.Ο.Π, που είναι κριθαρένιο. Πάνω στο παξιμάδι, αφού άλλοτε προηγουμένως το μουλιάσουν κι άλλοτε όχι, τρίβεται ντομάτα και πάνω προστίθεται τυρί φέτα ή κρητική μυζήθρα σε μικρά κομμάτια. Με μια γενναία δόση ελαιόλαδου, αλάτι, ρίγανη, και μερικές φορές πιπέρι και ελιές ή κάπαρη ο ντάκος χαρίζει και το όνομά του σε ένα γρήγορο, εύκολο και κυρίως πλήρες και θρεπτικό γεύμα.

Τα παξιμάδια αποτελούν, με την ευχάριστη και ουδέτερη γεύση τους άριστο γλύκισμα για τσάι και καφέ.

Το ταχίνι, μια νόστιμη υπερτροφή

Δεν είναι τίποτε άλλο από μια παχύρευστη πάστα από ψημένο, τριμμένο, ξεφλουδισμένο σουσάμι, που χρησιμοποιείται στις κουζίνες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Στις χώρες αυτές είναι κοινό συστατικό σε σάλτσες και σούπες και ιδίως στην παρασκευή χούμους, ταχινοσαλάτας και ταχινόσουπας.
Η ονομασία “ταχίνι” έχει αραβική προέλευση και πιθανότατα προέρχεται από τη λέξη “ταχάνα” που σημαίνει “αλέθω”. Η καλλιέργεια σησαμιού χρονολογείται από το 1500 π.Χ., όταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, καλλιεργούνταν στη Μεσοποταμία, στα εύφορα εδάφη κατά μήκος των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη και χρησιμοποιούνταν κυρίως για την παραγωγή λαδιού.
Αποτελεί υπερτροφή μοναδικής αξίας καθότι προέρχεται από 100% αλεσμένο σουσάμι, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να διατηρεί όλα τα ευεργετικά συστατικά του σουσαμιού δηλαδή πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας και πολλές βιταμίνες (Β1, Β2, Ε,) κ.ά.
Στην Ελλάδα, το ταχίνι χρησιμοποιείται ως επάλειψη στο ψωμί, είτε μόνο του είτε καλύπτεται με μέλι ή μαρμελάδα. Χρησιμοποιείται επίσης, ως βασικό συστατικό για την παρασκευή ταχινόσουπας, νηστίσιμης καρυδόπιτας και παγωτού. Το ταχίνι είναι και το βασικό συστατικό του χαλβά ή «χαλβά του μπακάλη», που καταναλώνεται κυρίως σε περιόδους θρησκευτικής νηστείας, ως κύρια τροφή ή ως επιδόρπιο με κανέλα ή λεμόνι.
Εκτός από το κοινό ταχίνι που δεν έχει καμία προσθήκη, μπορούμε να βρούμε και άλλα προϊόντα όπως ταχίνι με μέλι, στέβια ή κακάο, ταχίνι με γεύση πορτοκαλιού ή μαστίχας, ταχίνι ολικής άλεσης και εμπλουτισμένα προϊόντα όπως ταχίνι με προσθήκη ασβεστίου ή πρεβιοτικών.

Η διατροφή στην Αρχαία Ελλάδα

Το εδεσματολόγιο στην αρχαία Ελλάδα σώζεται είτε σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας είτε σε καλλιτεχνικές απεικονίσεις της εποχής. Πρώτα στις προτιμήσεις τους ήταν τα δημητριακά, όπως το σιτάρι, το κριθάρι και η βρώμη, τα λαχανικά, όπως τα μαρούλια, τα ραπανάκια, τα αγγουράκια, χόρτα, κρεμμύδια, σκόρδα, μανιτάρια, κολοκύθες, τα όσπρια όπως τα κουκιά, οι φακές και τα ρεβίθια. Από το τραπέζι δεν έλειπαν φυσικά και τα φρούτα όπως τα σταφύλια, τα μήλα, τα αχλάδια τα ρόδια και τα σύκα. Ξηροί καρποί, ελιές, αλλά και γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, τυρί, γιαούρτι), αυγά, μέλι, καθώς και βότανα, μυρωδικά και μπαχαρικά (ρίγανη, θυμάρι, δυόσμο, μαϊντανό, σίλφιο, κορίανδρο, πιπέρι, κανέλα, κύμινο, λυγιστικό κ.α.) συμπλήρωναν την πλούσια γκάμα των πρώτων υλών. Το εμπόριο και η εξερεύνηση της Ανατολής έφεραν και νέα τρόφιμα στην περιοχή όπως εσπεριδοειδή, ροδάκινα και φιστίκια. Ο Απίκιος, αρχαίος Ρωμαίος περιηγητής-μάγειρας, αναφέρει ότι στην κλασική Ελλάδα χρησιμοποιούνταν τρία έως τέσσερα μπαχαρικά σε ένα έδεσμα. Η μαγειρική στην Ελλάδα, μέχρι το 200 π.Χ., βασίστηκε σε συγκεκριμένο υλικά: μέλι, ξίδι, γάρο, ξηρό και γλυκό κρασί, κόλιανδρο, κύμινο, ρίγανη, τυριά (κυρίως κατσικίσια), κρέας αρνιού, άγρια πουλιά, ψάρια, ξηρά σύκα, σταφίδες και μάραθο. Η κατανάλωση του κόκκινου κρέατος ήταν, αρχικά, περιστασιακή. Λόγω της υψηλής τιμής του καταναλωνόταν κυρίως σε γιορτές ή ύστερα από θυσίες, ενώ στη συνέχεια, με την ανάπτυξη του εμπορίου από τον 4ο αι. π.Χ. και ύστερα, με την αύξηση του πλούτου, το κρέας απαντά ολοένα και πιο συχνά στο ελληνικό τραπέζι. Αντίθετα, τα πουλερικά, το κυνήγι και τα αλιεύματα, ιδίως στις παραθαλάσσιες ή και παραποτάμιες περιοχές ήταν περισσότερο προσιτά.
Εξέχουσα θέση στη διατροφή είχε, βεβαίως, το κρασί, το οποίο και θα αναδειχθεί ως ένα από τα βασικότερα συστατικά της ελληνικής και ρωμαϊκής γαστρονομίας. Τον 4ο αι. π.Χ. κάνουν την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία και οι πρώτοι επαγγελματίες μάγειρες,ενώ παράλληλα, οι συνταγές της μαγειρικής, της ζαχαροπλαστικής και της αρτοποιίας που αποτυπώνονται, πλέον, στο γραπτό λόγο, ταξιδεύουν σε όλη την επικράτεια του ελληνικού κόσμου. Οι πρώτες συνθέσεις της μαγειρικής αναφέρονται ως μίξεις ή μίγματα και γι’ αυτό ονομάστηκε «μαγεύς» ο μετέπειτα μάγειρος και η τέχνη του «μαγειρική».
Η φιλοσοφία της ελληνικής γαστρονομίας, πλούσιας σε υλικά και τεχνικές, συνίστατο στην εξισορρόπηση του πικρού και του ξινού, στην καρύκευση με μέτρο και στη γλυκύτητα στις σάλτσες. Τα μυστικά της αρχαίας ελληνικής μαγειρικής και γαστρονομίας καταγράφηκαν από τον φιλόσοφο και ποιητή Αρχέστρατο από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.), στο ποίημα «Ηδυπάθεια», όπως αυτό «διασώθηκε» από τον Αθήναιο τον Ναυκρατίδη, στο έργο του «Δειπνοσοφισταί». Κατά τον Αρχέστρατο, οι πέντε χρυσοί κανόνες περί γαστρονομικής τέχνης συνοψίζονται στα αγνά υλικά για την παρασκευή φαγητού, την αρμονία των υλικών μεταξύ τους και στις ελαφριές σάλτσες.