Το Αυγό

Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Η απάντηση παραμένει ένα ανεξήγητο μυστήριο και ένα διαχρονικό αίνιγμα που διχάζει ακόμα και την επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο αυτό που δεν χωράει καμία αμφιβολία είναι το γεγονός πως το αυγό (όπως και η κότα) είναι συνδεδεμένο με τις διατροφικές συνήθειες διαφόρων λαών, μεταξύ των οποίων και του ελληνικού.
Είτε βραστό (σφιχτό ή μελάτο), είτε τηγανητό, είτε στον φούρνο, είτε και ωμό ως βάση για μια πληθώρα παρασκευών όπως μαρέγκα, σαντιγί, ζύμες, γεμίσεις, σάλτσες κ.ά., το αυγό κατέχει τον τίτλο μιας από τις πιο βασικές και συμπυκνωμένες τροφές που μπορεί κανείς να απολαύσει.
Το φρέσκο αυγό δεν κουνιέται, φεγγίζει στο φως και κατακάθεται στο νερό. Ο συνδυασμός του ασπραδιού και του κρόκου προσφέρει μια τροφή πλούσια σε λίπη, λευκώματα, πρωτεΐνες, βιταμίνες και άλατα. Είναι ιδανικό για τα παιδιά, καθώς και τους εξασθενημένους οργανισμούς, πρέπει όμως να καταναλώνεται με μέτρο, ειδικά από ηλικιωμένους, αλλά και από άτομα με ασθένειες όπως η ηπατοπάθεια και η αρτηριοσκλήρωση. Επίσης, πριν το βράσιμό του, πρέπει να πλένεται πολύ καλά.
Επιπλέον το αυγό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ορθόδοξο χριστιανικό Πάσχα, μέσω του εθίμου των πασχαλινών αυγών, τα οποία βάφονται συνήθως κόκκινα τη Μεγάλη Πέμπτη και καταναλώνονται την ημέρα του Πάσχα, μετά το απαραίτητο πατροπαράδοτο τσούγκρισμα.

Τα κουλουράκια, μοσχοβολιστή συνοδεία καφέ

Αποτελεί εξαιρετικό και σχεδόν αχώριστο ταίρι του ελληνικού καφέ, αλλά και κέρασμα που βρίσκει κανείς σε κάθε νοικοκυριό.

Ενδιαφέρον αποτελεί ότι τα κουλουράκια τα συναντάμε τον 7ο αιώνα μ.Χ στην Περσία, και ήταν αποτέλεσμα πειραματισμών και δοκιμών της θερμοκρασίας του φούρνου. Το εμπόριο και οι ανταλλαγές πληθυσμών, τα έφεραν στην Ευρώπη και από εκεί στον υπόλοιπο κόσμο. Τα κουλουράκια έχουν τις εκδοχές σε όλο τον πλανήτη, αφού κάθε χώρα έχει το δικό της κουλουράκι για να βουτάει στον καφέ, να τρώει σαν επιδόρπιο ή σαν δυναμωτικό σνακ.

Στην Ελλάδα τα κουλουράκια έχουν την τιμητική τους το Πάσχα ενώ κατά τη διάρκεια του ψησίματος τους μοσχοβολάει όλο το σπίτι. Τα πασχαλινά κουλουράκια  ψήνονται λίγες μέρες πριν το Πάσχα, συνήθως τη Μ.Πέμπτη, ευωδιάζουν βούτυρο, είναι τραγανά και λιώνουν στο στόμα. Στις περισσότερες συνταγές τους έχουν βάση τα αυγά και το αλεύρι, ενώ το πιο σημαντικό υλικό τους είναι αυτό που τα κάνει να μοσχοβολούν:  πορτοκάλι, λεμόνι, μέλι,  κανέλα, αμύγδαλο, βανίλια, ταχίνι, κρασί, μπύρα, ούζο και γλυκάνισο,  σοκολάτα ή κακάο. Τα βρίσκουμε και νηστίσιμα χωρίς αυγά και γάλα αλλά και με λάδι. Λογιών λογιών γεύσεις όσες και η φαντασία της νοικοκυράς. Ξεχωριστή μνεία γίνεται και στα πιο παραδοσιακά, τα φθινοπωρινά μουστοκούλουρα, πλασμένα με μούστο που βρίσκει κανείς όταν ξεκινά ο τρύγος στα τέλη του καλοκαιριού.

Ένας ελληνικός καφές με ένα κουλουράκι στο πιατάκι, αποτελεί για κάποιους μια κλασική απόλαυση για το ξεκίνημα της ημέρας.

 

Τα εσπεριδοειδή…τα φανταχτερά φρούτα του χειμώνα.

Τα εσπεριδοειδή είναι αειθαλή δέντρα. Η ελληνική μυθολογία αναφέρει πως τα εσπεριδοειδή ήταν το δώρο που η έκανε η Γαία στο γάμο του πατέρα των Θεών, του Δία, με την Ήρα. Αυτό το θεϊκό δώρο, που κρατήθηκε στου κήπους των Εσπερίδων, μακριά από τους θνητούς, καλλιεργήθηκε στον κάμπο των Χανίων. Οι Εσπερίδες, νύμφες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που ήταν κόρες της Νύκτας και του Ωκεανού φύλαγαν μαζί με ένα φίδι που είχε εκατό κεφάλια, το Λάδωνα, «τα χρυσά μήλα». Τα «μήλα» αυτά ο Ηρακλής κατάφερε και έκλεψε, αφού σκότωσε τον Λάδωνα και στη συνέχεια τα έδωσε στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα πρόσφερε στην Αθηνά. Κάποιοι πίστευαν πως προϊόν των χρυσών δέντρων του κήπου των Εσπερίδων ήταν η αμβροσία. Ένας πανέμορφος αετός συνοδευόμενος από λευκά περιστέρια τα μετέφερε στον Όλυμπο για να τραφούν οι θεοί.
Στα εσπεριδοειδή ανήκουν η πορτοκαλιά, η λεμονιά, η μανταρινιά, η νεραντζιά, η κιτριά, η φράπα και η περγαμοντιά. Οι πιο παλιές τους ρίζες προέρχονται από την Ασία, κυρίως από την Ινδία και την Κίνα καθώς και την Αφρική. Το μεσογειακό κλίμα ήταν ιδανικό για να ευδοκιμήσουν, κι έτσι ταξίδεψαν μέσω ξηράς στην Ευρώπη και αργότερα όταν έγινε η μεγάλη ανταλλαγή των τροφών ταξίδεψαν μέχρι την Αμερική.
Σύμβολα αφθονίας και πλούτου, τα εσπεριδοειδή, άλλοτε γλυκά άλλοτε γλυκόξινα προσφέρουν χυμούς πλούσιους σε βιταμίνες ενώ η σάρκα τους και η φλούδα τους, τα άνθη και τα φύλλα τους χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία αλλά και στη ζαχαροπλαστική. Δίνουν αρωματικές μαρινάδες, γλυκαίνουν τα ψητά αλλά γιατρεύουν και γρίπες.
Έχουν ποικιλίες και πολλές αποχρώσεις. Ξινά λεμόνια, πικρά νεράντζια, γλυκά πορτοκάλια, κατακόκκινα σανγκουίνια που γυαλίζουν σε καταπράσινα περιβόλια σαν πολύχρωμα στολίδια και δίνουν τα πιο μυρωδάτα και ζουμερά φρούτα.

Κανέλα

Η αρωματική κανέλα είναι ένα από τα παλαιότερα γνωστά μπαχαρικό που χρησιμοποιείται τόσο στη μαγειρική όσο και στη ζαχαροπλαστική. Προέρχεται από το εσωτερικού του φλοιού των δέντρων του γένους Κιννάμομων τα οποία δίνουν διαφορετικά είδη του μπαχαρικού αυτού. Το πιο ευρέως διαδομένο είδος που χρησιμοποιείται κατά κόρον είναι η κασσία.
Η κανέλα ήταν διαδεδομένη ήδη από την αρχαιότητα, όπου ήταν τόσο πολύτιμη που θεωρούνταν κατάλληλο δώρο για βασιλείς, μονάρχες ή και για τους θεούς. Αν και η πηγή της στον κόσμο της Μεσογείου κρατήθηκε μυστική για αιώνες από τους μεσάζοντες που χειρίζονταν το εμπόριο μπαχαρικών, για να προστατέψουν το μονοπώλιό τους οι προμηθευτές, γνωρίζουμε πια ότι η κανέλα είναι εγχώρια στο Μπανγκλαντές, στη Σρι Λάνκα, στη γειτονική ακτή Μαλαμπάρ της Ινδίας και στη Μιανμάρ (Βιρμανία).
Υπάρχουν αναφορές ότι η κανέλα χρησιμοποιούνταν με διάφορους τρόπους σε όλα τα πλάτη και μήκη του κόσμου σε όλες τις εποχές. Από πολλούς χρησιμοποιείται ως ρόφημα για καλή χώνεψη, ενώ κάποιοι πιστεύουν πως έχει τονωτικές ιδιότητες. Σύμφωνα με την Αγιουρβέδα η κανέλα ενεργεί ευεργετικά στους μεσημβρινούς της καρδιάς, του σπλήνα, των νεφρών και του ήπατος. Δεν είναι τυχαίο που οι Ινδοί θεωρούν ότι το ρόφημα κανέλας ενισχύει τα εγκάρδια συναισθήματα και βοηθάει στην δημιουργία ισχυρών διαπροσωπικών σχέσεων. Επίσης, πολλοί υποστηρίζουν την αντισηπτική, αντιμικροβιακή, αντιφλεγμονώδη αλλά και λιποδιαλυτική ιδιότητα της κανέλας καθώς και την ιδιότητά της να ρυθμίζει το σάκχαρο και την αρτηριακή πίεση.
Όταν αναφερόμαστε στην κανέλα, λοιπόν, αναφερόμαστε σε ένα μπαχαρικό που όχι νοστιμίζει τις μαγειρικές και ζαχαροπλαστικές μας δημιουργίες, αλλά ταυτόχρονα έχει πολλαπλά θεραπευτικά οφέλη για την υγεία μας ενώ θωρακίζει και τον οργανισμό όντας σύμμαχος στην πρόληψη απέναντι στην ασθένεια. Δεν είναι τυχαίο που δεν λείπει από καμία κουζίνα και η χρήση της είναι κάθε άλλο παρά σπάνια.

Γεύμα σε Βυζαντινό σπίτι

Η ποικιλία της διατροφής των Βυζαντινών εξαρτιόταν από τη γεωργική και την κτηνοτροφική παραγωγή κάθε περιοχής, τις κλιματολογικές συνθήκες αλλά και από τα οικονομικά του κάθε νοικοκυριού. Βασική επιδίωξη ήταν η αυτάρκεια, γι’ αυτό κάθε οικογένεια φρόντιζε να καλλιεργεί τα βασικά λαχανικά και να εκτρέφει κάποια ζώα.
Τα κυριότερα είδη της διατροφής ήταν το ψωμί, το λάδι, οι ελιές και το τυρί. Βάση της διατροφικής πυραμίδας αποτελούσε το ψωμί. Ο λευκός καθαρός άρτος προοριζόταν για τους πλουσίους, ενώ οι άλλοι αρκούνταν στο μεσοκάθαρον ή το ρυπαρόν ή το πιτεράτον, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε πίτουρα. Το κρέας ήταν πολυτέλεια για τους φτωχούς. Μόνο σε εορταστικές εκδηλώσεις ή στα τραπέζια των πλουσίων έβρισκε κανείς πιο συχνά αρνιά, κατσίκια, πουλερικά και κυνήγι. Φθηνότερη και γι’ αυτό προσιτή τροφή ήταν τα λαχανικά και τα όσπρια. Δεδομένου ότι η Εκκλησία όριζε τακτές περιόδους νηστείας, οι τροφές αυτές καταναλώνονταν από μεγάλος μέρος του πληθυσμού και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα λαχανικά με τη μεγαλύτερη κατανάλωση ήταν τα λάχανα, τα πράσα, τα κρεμμύδια, τα τεύτλα, τα μαρούλια, τα ραδίκια, το καρότο, ο αρακάς, και από τα όσπρια, τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια, τα κουκιά και τα λούπινα.
Το τυρί ήταν ένα δημοφιλές γαλακτοκομικό προϊόν, όπως ήταν και το οξύγαλον, ρόφημα που βασιζόταν στη γαλακτική ζύμωση. Τη διατροφή των Βυζαντινών συμπλήρωναν τα ψάρια και τα θαλασσινά. Σε περιοχές μακριά από τη θάλασσα καταναλώνονταν περισσότερο παστά ψάρια, ενώ το χαβιάρι ήταν μια πολυτέλεια, την οποία είχαν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν μόνο οι πολύ πλούσιοι. Τέλος από το τραπέζι των Βυζαντινών δεν έλειπαν τα φρούτα και οι ξηροί καρποί. Τα γλυκίσματα, γνωστά ως επιδείπνια ή δούλκια, ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα ενός πλήρους γεύματος.
Για να μαγειρέψουν οι Βυζαντινές χρησιμοποιούσαν σιδερένιους τρίποδες, τους πυροστάτες, που έστηναν πάνω από τη φωτιά και όπου τοποθετούσαν τα μαγειρικά τους σκεύη. Τα μαγειρικά και αποθηκευτικά σκεύη ήταν κατασκευασμένα από πηλό ή μέταλλο. Είχαν στη διάθεσή τους μια μεγάλη ποικιλία για χρήση στα καθημερινά γεύματα: χύτρες ή τσουκάλια, λεβήτια, τηγάνια, καρδάρια, σταμνία, λαγήνια, ασκούς, φλασκία. Στο μαγείρεμα χρησιμοποιούσαν, εκτός από το αλάτι και τα εγχώρια μυρωδικά και διάφορα ανατολίτικα μπαχαρικά, όπως πιπέρι και κανέλα. Γνωστή ήταν και η σίνηπις, το σινάπι της σημερινής μουστάρδας που συνόδευε τα λουκάνικα της εποχής, τα σαλσίκια. Μια ιδιαίτερα αγαπητή σάλτσα που συνόδευε τα φαγητά ήταν ο γάρος, από εντόσθια ψαριών, αναμεμειγμένα με νερό, ξύδι, κρασί και λάδι.

Το βούτυρο…στο ψωμί σου

Στο βούτυρο γευόμαστε συμπυκνωμένη την τρυφηλή λιπαρότητα της κρέμας που αναδύεται μέσα από το γάλα. Καθώς στους λαούς που παραδοσιακά τρέφονταν κυρίως με λάδι το βούτυρο ήταν δυσεύρετο και πολύτιμο, έγινε συνώνυμο της καλοπέρασης και της ευημερίας, ενώ για τα «βουτυρόπαιδα» ήταν το τίμημα της πολυτέλειας.
Για τους λαούς της Μεσογείου που τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με ελαιόλαδο το βούτυρο ήταν μια τροφή ακριβή και σπάνια, σημάδι πολυτέλειας. Το Μεσαίωνα ήταν μία από τις απαγορευμένες τροφές στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτό δεν κόστιζε ιδιαίτερα στους κατοίκους του Νότου, που μαγείρευαν κυρίως με λάδι, όμως για τους λαούς του Βορρά, όπου το βούτυρο ήταν η βασική λιπαρή ύλη της διατροφής τους, η νηστεία σήμαινε μεγάλη στέρηση. Ωστόσο, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τον κανόνα με αντάλλαγμα μια δωρεά στην εκκλησία και οι προσφορές χρηματοδότησαν την κατασκευή του πύργου La Tour de Beurre, (Ο Πύργος του Βουτύρου), στον Καθεδρικό Ναό της Ρουέν.
Το φρέσκο βούτυρο που όλοι γνωρίζουμε παρασκευάζεται από αγελαδινό γάλα. Ωστόσο το γάλα που χρησιμοποιείται σαν πρώτη ύλη μπορεί να είναι και πρόβειο, κατσικίσιο, αιγοπρόβειο και σπανιότερα βουβαλίσιο ή καμήλας. Πλέον κανείς δεν παρασκευάζει βούτυρο από μη παστεριωμένο γάλα, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα άντεχε περισσότερο από μερικές ημέρες στο ψυγείο. Πρόκειται για ένα βούτυρο με περιεκτικότητα σε λιπαρά 80% έως 82% και το χρώμα του ποικίλλει από υπόλευκο έως κατακίτρινο, ανάλογα με τη διατροφή των ζώων από τα οποία προέρχεται. Το βρίσκουμε ανάλατο και αλατισμένο. Εδώ ανήκει και το βούτυρο τύπου Κερκύρας.
Το Βούτυρο στο ψωμί σου, είναι μια έκφραση που αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου η τροπή μιας κατάστασης γίνεται εξαιρετικά ευνοϊκή για κάποιον, ενώ το πάντρεμα βουτύρου και ψωμιού αποδίδεται στον Κοπέρνικο στην προσπάθεια του να καταπολεμήσει τη μετάδοση της πανώλης.

Μπουγάτσα, μια ξεχωριστή πίτα στο πρωινό

Με λεπτό φύλλο και γέμιση από κρέμα ή τυρί, η μπουγάτσα είναι μια ιδιαίτερη πίτα, που απογειώνει το πρωινό. Αν και μπορεί κανείς να συναντήσει μπουγάτσα και με άλλη γέμιση, όπως σπανάκι ή κιμά, η μπουγάτσα με κρέμα ή με τυρί θεωρείται η πιο αυθεντική.
Τη μπουγάτσα έφεραν στην Ελλάδα Μικρασιάτες πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Γι’ αυτό και έγινε γνωστή και υιοθετήθηκε αρχικά στη Βόρεια Ελλάδα, όπου είναι πολύ δημοφιλής κυρίως στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες. Βέβαιο πάντως είναι ότι ήταν πολύ διαδεδομένη μεταξύ των Ελλήνων της Πόλης και της Σμύρνης. Με τον καιρό εξαπλώθηκε από τη Μακεδονία ως την Ήπειρο, την Πελοπόννησο μέχρι και την Κρήτη. Στη Βόρεια Ελλάδα, και όχι μόνο, είναι μια αγαπημένη πρόχειρη τροφή για κάθε ώρα και κάθε περίσταση.
Ορισμένοι υποστηρίζουν, ότι η μπουγάτσα αποτελεί την εξέλιξη του αρχαίου «πλακούντα», που ήταν πίτα με γέμιση είτε γλυκιά είτε αλμυρή.
Υπάρχουν διαφορές στην παρασκευή της μπουγάτσας μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ελλάδας, διαφορές που σχετίζονται με το δίπλωμα του φύλλου και το σερβίρισμα. Στη Νότια Ελλάδα εξάλλου πολλοί συγχέουν τη μπουγάτσα με τυρί με την τυρόπιτα, που όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα, γιατί διαφέρουν στο είδος του φύλλου.
Η γλυκιά μπουγάτσα συνήθως πασπαλίζεται με ζάχαρη άχνη και κανέλα. Για τους λάτρεις του πραγματικά γευστικού φύλλου της μπουγάτσας υπάρχει, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, και μπουγάτσα σκέτη, δηλαδή σκέτο ψημένο φύλλο μπουγάτσας πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη. Η εμπειρία μιας μπουγάτσας μαζί με τον πρωινό καφέ, ειδικά στις πόλεις της Βόρειας Ελλάδος αποτελεί ένα γλυκό αλλά και ελαφρύ ταξίδι του ουρανίσκου σε μια αυθεντική γεύση από την Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Για τη διάσωση και διάδοσή της διοργανώνεται κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη το φεστιβάλ της Μπουγάτσας.

Η διατροφή στην Αρχαία Ελλάδα

Το εδεσματολόγιο στην αρχαία Ελλάδα σώζεται είτε σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας είτε σε καλλιτεχνικές απεικονίσεις της εποχής. Πρώτα στις προτιμήσεις τους ήταν τα δημητριακά, όπως το σιτάρι, το κριθάρι και η βρώμη, τα λαχανικά, όπως τα μαρούλια, τα ραπανάκια, τα αγγουράκια, χόρτα, κρεμμύδια, σκόρδα, μανιτάρια, κολοκύθες, τα όσπρια όπως τα κουκιά, οι φακές και τα ρεβίθια. Από το τραπέζι δεν έλειπαν φυσικά και τα φρούτα όπως τα σταφύλια, τα μήλα, τα αχλάδια τα ρόδια και τα σύκα. Ξηροί καρποί, ελιές, αλλά και γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, τυρί, γιαούρτι), αυγά, μέλι, καθώς και βότανα, μυρωδικά και μπαχαρικά (ρίγανη, θυμάρι, δυόσμο, μαϊντανό, σίλφιο, κορίανδρο, πιπέρι, κανέλα, κύμινο, λυγιστικό κ.α.) συμπλήρωναν την πλούσια γκάμα των πρώτων υλών. Το εμπόριο και η εξερεύνηση της Ανατολής έφεραν και νέα τρόφιμα στην περιοχή όπως εσπεριδοειδή, ροδάκινα και φιστίκια. Ο Απίκιος, αρχαίος Ρωμαίος περιηγητής-μάγειρας, αναφέρει ότι στην κλασική Ελλάδα χρησιμοποιούνταν τρία έως τέσσερα μπαχαρικά σε ένα έδεσμα. Η μαγειρική στην Ελλάδα, μέχρι το 200 π.Χ., βασίστηκε σε συγκεκριμένο υλικά: μέλι, ξίδι, γάρο, ξηρό και γλυκό κρασί, κόλιανδρο, κύμινο, ρίγανη, τυριά (κυρίως κατσικίσια), κρέας αρνιού, άγρια πουλιά, ψάρια, ξηρά σύκα, σταφίδες και μάραθο. Η κατανάλωση του κόκκινου κρέατος ήταν, αρχικά, περιστασιακή. Λόγω της υψηλής τιμής του καταναλωνόταν κυρίως σε γιορτές ή ύστερα από θυσίες, ενώ στη συνέχεια, με την ανάπτυξη του εμπορίου από τον 4ο αι. π.Χ. και ύστερα, με την αύξηση του πλούτου, το κρέας απαντά ολοένα και πιο συχνά στο ελληνικό τραπέζι. Αντίθετα, τα πουλερικά, το κυνήγι και τα αλιεύματα, ιδίως στις παραθαλάσσιες ή και παραποτάμιες περιοχές ήταν περισσότερο προσιτά.
Εξέχουσα θέση στη διατροφή είχε, βεβαίως, το κρασί, το οποίο και θα αναδειχθεί ως ένα από τα βασικότερα συστατικά της ελληνικής και ρωμαϊκής γαστρονομίας. Τον 4ο αι. π.Χ. κάνουν την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία και οι πρώτοι επαγγελματίες μάγειρες,ενώ παράλληλα, οι συνταγές της μαγειρικής, της ζαχαροπλαστικής και της αρτοποιίας που αποτυπώνονται, πλέον, στο γραπτό λόγο, ταξιδεύουν σε όλη την επικράτεια του ελληνικού κόσμου. Οι πρώτες συνθέσεις της μαγειρικής αναφέρονται ως μίξεις ή μίγματα και γι’ αυτό ονομάστηκε «μαγεύς» ο μετέπειτα μάγειρος και η τέχνη του «μαγειρική».
Η φιλοσοφία της ελληνικής γαστρονομίας, πλούσιας σε υλικά και τεχνικές, συνίστατο στην εξισορρόπηση του πικρού και του ξινού, στην καρύκευση με μέτρο και στη γλυκύτητα στις σάλτσες. Τα μυστικά της αρχαίας ελληνικής μαγειρικής και γαστρονομίας καταγράφηκαν από τον φιλόσοφο και ποιητή Αρχέστρατο από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.), στο ποίημα «Ηδυπάθεια», όπως αυτό «διασώθηκε» από τον Αθήναιο τον Ναυκρατίδη, στο έργο του «Δειπνοσοφισταί». Κατά τον Αρχέστρατο, οι πέντε χρυσοί κανόνες περί γαστρονομικής τέχνης συνοψίζονται στα αγνά υλικά για την παρασκευή φαγητού, την αρμονία των υλικών μεταξύ τους και στις ελαφριές σάλτσες.

Η μαστίχα

Το άρωμά της δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Η γεύση της σε ταξιδεύει σ’ ένα πολύ ξεχωριστό κομμάτι της ελληνικής φύσης. Και η παραγωγή της θυμίζει ένα καλά κρυμμένο τοπικό μυστικό, μόνο για μυημένους. Η μαστίχα είναι ένα συναρπαστικό προϊόν. Συναρπαστικό γιατί έχει την ικανότητα να προσθέτει χαρακτήρα και ένταση σε ό,τι κι αν συμμετάσχει. Γιατί έχει επιστημονικά αποδεδειγμένες ιαματικές ιδιότητες. Και γιατί δημιουργείται μόνο σε ένα μέρος στον κόσμο, στο ελληνικό νησί της Χίου.

Μαστίχα ονομάζεται η φυσική, αρωματική ρητίνη, που εκκρίνεται σε σχήμα δακρύων από τον κορμό και τα μεγάλα κλαδιά του μαστιχόδενδρου Pistacia Lentiscus var. Chia. Αν και μαστιχόδεντρα υπάρχουν και αλλού στον κόσμο, η μαστίχα παράγεται μόνο στα νότια της Χίου, στα Μαστιχόχωρα, εκεί όπου το κλίμα είναι ιδιαίτερα θερμό και ξηρό. Και είναι αλήθεια ότι κάθε προσπάθεια καλλιέργειας μαστίχας σε άλλη περιοχή έχει αποτύχει παταγωδώς, ενισχύοντας τη φήμη της ως κάτι πραγματικά μοναδικό.

Προϊόν-θρύλος, συνυφασμένο με παραδόσεις, ιστορικές συγκυρίες και πολιτισμικές ανταλλαγές, η μαστίχα είναι το συστατικό που δίνει μεθυστικό άρωμα στα τσουρέκια, ξεχωριστή υφή στο παγωτό καϊμάκι, ιδιαίτερη γεύση σε σάλτσες και μαγειρευτά. Παραδοσιακά η μαστίχα χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ηδύποτων και ως καρύκευμα στην παρασκευή των πασχαλινών γλυκών, στο πέρασμα του χρόνου όμως η εφαρμογή της στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική έχει διευρυνθεί, με τους σύγχρονους έλληνες σεφ να καταδεικνύουν ότι η μυρωδάτη, ελαφρώς ξυλώδης εξωτική γεύση της μπορεί να ταιριάξει με σχεδόν τα πάντα, δημιουργώντας πρωτότυπα πιάτα με πολύ ιδιαίτερη γεύση. Οι εφαρμογές της μαστίχας δεν σταματούν όμως εκεί. Η αρχαία πεποίθηση ότι η μαστίχα έχει θεραπευτικές και καλλυντικές ιδιότητες υποστηρίζεται σήμερα από σύγχρονες επιστημονικές έρευνες και έχει οδηγήσει στη δημιουργία πολλών διαφορετικών καλλυντικών, ενώ χρησιμοποιείται επίσης από την οδοντιατρική και τη φαρμακολογία.

Η καλλιέργεια της μαστίχας αποτελεί επίπονη εργασία και η συλλογή της γίνεται από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο εδώ και αιώνες. Οι αγρότες χαράζουν τον φλοιό, οι σταγόνες ρητίνης αρχίζουν να σταλάζουν και δυο τρεις εβδομάδες μετά οι αγρότες τις συλλέγουν, είτε απευθείας από τον κορμό είτε από το ασπρόχωμα που έχουν στρώσει κάτω από το δέντρο. Όταν η ρητίνη καθαριστεί είναι έτοιμη για κατανάλωση.

Ένα ελληνικό χιώτικο πρωινό προσφέρει τη δυνατότητα απόλαυσης πλήθους προϊόντων με μαστίχα, από κρέμες, ψωμιά και κουλούρια μέχρι νερό αρωματισμένο με δάκρυα μαστίχας, διάσημο για την ευεργετική του επίδραση στο πεπτικό σύστημα.

Το ψωμί στην αρχαία Ελλάδα

Λίγο κρίθινο ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο (ανέρωτο) οίνο μαζί με μερικά σύκα ή ελιές. Αυτό ήταν το περίφημο ακράτισμα, το πρωινό δηλαδή, στην Αρχαία Ελλάδα. Ένα γεύμα λιτό, αλλά χαρακτηριστικό της σημασίας που οι Έλληνες έδιναν στο ψωμί και στη διατροφική του αξία.

Κυρίαρχο στοιχείο του τραπεζιού σε διαφορετικούς πολιτισμούς και χρονολογικές περιόδους, το ψωμί είναι κάτι περισσότερο από βασικό κομμάτι της καθημερινής διατροφής. Η παρουσία του χρονολογείται από τους προϊστορικούς χρόνους, με την πρώτη παρασκευή του να πιθανολογείται στη νεολιθική εποχή. Κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή και την κλασική περίοδο, τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της ελληνικής διατροφής. Ήταν μάλιστα τέτοια η σημασία τους που λέγοντας «άρτος» οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν τόσο στο ψωμί όσο και στο φαγητό γενικότερα. Στα κείμενά του Ησίοδου, του Ομήρου και του Ηρόδοτου βρίσκει κανείς αρκετές σχετικές αναφορές. Ο Ιπποκράτης μιλά επίσης για διάφορα είδη ψωμιού από σιταρένιο αλεύρι, κοσκινισμένο ή μη, με προζύμι ή χωρίς, με πίτυρα, με πλιγούρι, με μέλι και τυρί, με λάδι, παπαρούνα και σουσάμι. Ο Αθήναιος αναφέρει τουλάχιστον 72 διαφορετικά είδη, ενώ ο Αριστοφάνης και ο Πλάτωνας εξυμνούν το εξαιρετικό ταλέντο του πιο διάσημου αρτοποιού της εποχής, του Θεαρίωνα.

Στην αρχαία Ελλάδα ο τρόπος καλλιέργειας σίτου, κριθαριού και όλυρας ήταν γνωστός από την ομηρική εποχή. Καθώς όμως η καλλιέργειά τους δεν ήταν συστηματική, η παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων ιδιαίτερα στην πυκνοκατοικημένη Αθήνα, που κατέφευγε αναγκαστικά στην εισαγωγή. Το άσπρο, μάλιστα, ψωμί, που φτιαχνόταν από σιτάρι εισαγόμενο από την Αίγυπτο αποτελούσε πολυτέλεια, γι’ αυτό και το απολάμβαναν μόνο οι ευγενείς.

Η παρασκευή του ψωμιού γινόταν στα σπίτια και αποτελούσε βασική οικιακή εργασία για τις γυναίκες της εποχής, μια χρονοβόρα και κοπιαστική διαδικασία, που όμως οδηγούσε σε αριστοτεχνική παραγωγή. Στην Αρχαία Ελλάδα το ψωμί είχε επίσης θρησκευτική σημασία. Από κείμενα γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν ψωμί στη θεά Δήμητρα, προστάτιδα της γεωργίας, των καρπών και του ζωογόνου άρτου.

Η παρουσία του ψωμιού στο ελληνικό τραπέζι είναι διαχρονική. Στο πέρασμα των αιώνων η ελληνική παράδοση του ζυμώματος του ψωμιού διατήρησε την ξεχωριστή της θέση με πλήθος ευωδιαστών αρτοσκευασμάτων που κατέχουν κυρίαρχη θέση στο ελληνικό πρωινό.